- πειρώνται
- πειρῶνταιπειράωattempt: pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic )πειράωattempt: pres ind mp 3rd plπειράωattempt: pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic )πειράζωmake proof: fut ind mid 3rd pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πειρῶνται — πειράω attempt pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) πειράω attempt pres ind mp 3rd pl πειράω attempt pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) πειράζω make proof fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζύγωμα — το (AM ζύγωμα, ατος) [ζυγώ, όω] νεοελλ. 1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής») 2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής») 3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές… … Dictionary of Greek